Τρώω πόρτα (αργκό)

 

Όταν κάποια στιγμή θέλω να πάω σε ένα χώρο και κάποιος/ κάποιοι στην είσοδο δεν μου επιτρέπουν για κάποιο λόγο να μπω μέσα, λέμε ότι τρώω πόρτα.

     -Πώς ήταν χτες στο κλαμπ;

     -Δεν πήγαμε τελικά. Φάγαμε πόρτα, γιατί δεν ήμασταν ντυμένοι καλά.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: τρώω πόρτα (από κάποιον)

(βλ. λήμμα: Τρώω (μία) φρίκη και Τρώω πακέτο)

 

Άλλες περιφράσεις:

1.  Τρώω Χ (χι)  (αργκό)

Όταν κάποιος δεν με θέλει/δεν του αρέσω ή γενικά δεν δέχεται να κάνει για μένα κάτι που θέλω και του ζητάω, λέμε ότι τρώω Χ (χι).

      Του ζήτησα να με βοηθήσει, αλλά έφαγα Χ (χι).