Τρώω (μια) φρίκη (αργκό)
Όταν κάποια στιγμή μου συμβεί κάτι και νιώσω πολύ άσχημα, λέμε ότι τρώω φρίκη.
Μόλις διάβασα τις ερωτήσεις στο τεστ έφαγα (μια) φρίκη! Δεν ήξερα ν’ απαντήσω σε καμία!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: τρώω φρίκη (με κάτι)
(βλ. λήμμα: Τρώω πακέτο και Τρώω πόρτα)
Όμοιες περιφράσεις:
1. Παθαίνω φρίκη (αργκό)