Γίνομαι ρεζίλι (ανεπίσημο)

 

Όταν ντρέπομαι πολύ για κάτι άσχημο που έκανα ή κάτι γελοίο που μου συνέβη, λέμε ότι γίνομαι ρεζίλι.

     Έρχονται οι τουρίστες, κλείστε τις λακκούβες στους δρόμους, θα γίνουμε ρεζίλι!

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: γίνομαι ρεζίλι (σε κάποιον)

(βλ. λήμμα: Γίνομαι ρόμπα)