Γίνομαι ρόμπα (αργκό)

 

Όταν ντρέπομαι πολύ για κάτι άσχημο που έκανα ή κάτι γελοίο που μου συνέβη, λέμε ότι γίνομαι ρόμπα.

Χτες στο πάρτι γλίστρησα κι έπεσα απ’ τη σκάλα πάνω στο σερβιτόρο με τα καναπεδάκια. Όλοι μας κοίταζαν και γελούσαν! Ρόμπα έγινα!

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: γίνομαι ρόμπα (σε κάποιον)

(βλ. λήμμα: Γίνομαι ρεζίλι)