Έχω χρόνο

 

Όταν υπάρχει χρόνος για να προλάβω ή να μπορέσω να κάνω κάτι/ ν’ ασχοληθώ με κάτι, λέμε ότι έχω χρόνο.

  -Περίμενε λίγο να σου πω κάτι!     -Δεν έχω χρόνο. Πρέπει να φύγω αμέσως… Άλλη φορά!

Αυτόν τον καιρό δουλεύω πάρα πολύ και δεν έχω χρόνο (για) να διασκεδάσω/ για διασκέδαση.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: έχω χρόνο (για) να …/ για κάτι

(βλ. λήμμα: Περνάω [ χρόνο ] και Αφήνω χρόνο)