Περνάω [ χρόνο ]

 

Όταν βρισκόμαστε σε κάποιο μέρος για κάποιο καιρό ή όταν ζούμε/ κάνουμε κάτι με έναν τρόπο, τότε περνάμε το χρόνο μας κάπου ή κάπως.

Κάθε χρόνο περνάω το καλοκαίρι/ τις διακοπές μου στην Κρήτη.

Μου αρέσει πολύ να περνάω την ώρα/ τις μέρες μου κολυμπώντας και παίζοντας με τους φίλους μου στην παραλία.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: περνάω το χρόνο (μου) κάπου

                                               περνάω το χρόνο (μου) κάνοντας κάτι

(βλ. λήμμα: Έχω χρόνο και Αφήνω χρόνο)