Αφήνω χρόνο
Όταν κάποιος ή μια κατάσταση μου επιτρέπει να υπάρχει χρόνος για μένα για να κάνω κάτι, λέμε ότι μου αφήνει χρόνο.
Η δουλειά μου μού αφήνει χρόνο να ασχολούμαι με διάφορα πράγματα, γιατί εργάζομαι μόνο λίγες ώρες το πρωί.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: αφήνω χρόνο σε κάποιον να …
(βλ. λήμμα: Περνάω [ χρόνο ] καιΈχω χρόνο)