Κόβω εισιτήριο
1Όταν είμαι υπάλληλος κάπου και δίνω στα χέρια του πελάτη το εισιτήριό του, λέμε ότι του το κόβω.
Πήγαινε γρήγορα στον εισπράκτορα να σου κόψει εισιτήριο! Το λεωφορείο φεύγει σε 2 λεπτά.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κόβω εισιτήριο σε κάποιον
2Όταν είμαι πελάτης και παίρνω στα χέρια μου το εισιτήριό μου από τον υπάλληλο, λέμε ότι κόβω εισιτήριο.
Πάμε στο ταμείο να κόψουμε εισιτήριο; Σε λίγο αρχίζει η ταινία.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κόβω εισιτήριο (για κάπου/ για κάτι)
(βλ. λήμμα: Κλείνω εισιτήριο και Βγάζω εισιτήριο)